- νοημάτιον
- νο-ημάτιον, τό, Dim. ofA
νόημα 1.4
, Arr.Epict.3.23.31.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νόημα 1.4
, Arr.Epict.3.23.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νοημάτιον — νοημάτιον, τὸ (Α) [νόημα] (υποκορ. τού νόημα) φτωχό, πενιχρό νόημα … Dictionary of Greek
νοημάτια — νοημάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοίδιον — νοίδιον, τὸ (Α) 1. υποκορ. τού νους 2. νοημάτιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + υποκορ. κατάλ. ίδιον] … Dictionary of Greek